δασκαλικός

δασκαλικός
και δασκαλικός, -η, -ο (AM διδασκαλικός, -ή, -όν)
Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο
2. φρ. «διδασκαλικό χωρίο» ή «τόπος διδασκαλικός» — χωρίο από το οποίο εξάγεται φανερά η ερμηνεία λέξης ή η εφαρμογή γραμματικού ή συντακτικού φαινομένου
3. το θηλ. ως ουσ. δασκαλική και διδασκαλική, η (AM διδασκαλική)
το επάγγελμα τού δάσκαλου
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δασκαλικά
η σχολαστική καθαρεύουσα
II. επίρρ. δασκαλικά (AM διδασκαλικῶς)
με την άνεση και την πείρα τού δασκάλου
νεοελλ.
σχολαστικός, αναχρονιστικός («δασκαλική ιδεολογία»)
αρχ.
1. ο ικανός να διδάξει
2. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη ή η ικανότητα να διδάσκει κανείς
β) συμφωνητικό για την πρόσληψη μαθητευόμενου τεχνίτη
3. το ουδ. εν. ως ουσ. διδασκαλικόν, το
ο διδακτικός τρόπος τών γερόντων, η σχολαστικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δασκαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δάσκαλο: Κάθισε στη δασκαλική έδρα για τριάντα ολόκληρα χρόνια. 2. ο σχολαστικός, αυτός που παριστάνει την αυθεντία στα πράγματα: Είναι άνθρωπος με δασκαλική νοοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδασκαλικός — ή, ό (Α διδασκαλικός, ή, όν) και δασκαλικός, ή, ό και δασκάλικος, η, ο [διδάσκαλος] αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο αρχ. νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος …   Dictionary of Greek

  • δασκαλίστικος — η, ο 1. ο δασκαλικός 2. ο σχολαστικός …   Dictionary of Greek

  • δασκαλικά — επίρρ. βλ. δασκαλικός …   Dictionary of Greek

  • δασκαλική — η βλ. δασκαλικός …   Dictionary of Greek

  • δασκαλίστικος — η, ο ο δασκαλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”